ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΕΣ ΕΔΩ, ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΕΣ

Το φαινόμενο της γυναικοκτονίας δεν είναι καινούριο. Από τις απαρχές αυτού του κόσμου, το γυναικείο σώμα έχει υποστεί την πιο βάναυση, την πιο λυσσαλέα μορφή βίας: έχει χτυπηθεί, έχει ματώσει, έχει βιαστεί, έχει δολοφονηθεί. 66.000 γυναίκες δολοφονούνται βίαια ανά τον κόσμο κάθε χρόνο, κατά μέσο όρο. Και αυτά είναι μόνο τα καταγεγραμμένα περιστατικά.

 

Τα τελευταία χρόνια, έχει ανοίξει η συζήτηση για το κατά πόσο θα πρέπει οι γυναικοκτονίες να θεωρούνται διαφορετικό – και μάλιστα ειδεχθέστερο – έγκλημα από την ανθρωποκτονία. Στην Ελλάδα, μόνο το 2021, έχουν δολοφονηθεί 16 γυναίκες. Αυτές οι γυναίκες δε δολοφονήθηκαν σε ληστεία ή σε εμπόλεμη ζώνη. Δολοφονήθηκαν – στις περισσότερες περιπτώσεις – από κοντινά τους άτομα (συζύγους, συντρόφους, γιους, πατεράδες) απλά και μόνο επειδή ήταν γυναίκες.

 

“Δηλαδή αν μια γυναίκα σκοτώσει τον άντρα της θα πρέπει να μιλήσουμε για ‘ανδροκτονία’;”

 

Η πατριαρχία είναι η πιο αρχέγονη μορφή καταπίεσης και στρέφεται εναντίον όλων μας, ανεξαρτήτως φύλου. Είναι τόσο ριζωμένη μέσα στη συνείδηση μας, που πολλοί αδυνατούν να τη διακρίνουν. Μιλάμε για “γυναικοκτονίες” και όχι για “ανδροκτονίες” διότι οι άνδρες που αποφασίζουν να στερήσουν τη ζωή μιας γυναίκας το κάνουν με την πεποίθηση ότι αυτή η ζωή τους ανήκει. Τα ΜΜΕ σπεύδουν να βαφτίσουν την πράξη “έγκλημα πάθους” ή “έγκλημα τιμής”, να ψάξουν πού έφταιξε το θύμα και οδήγησε το γυναικοκτόνο σε αυτήν την “πράξη απελπισίας”. Μιλάνε για ζήλια, τρέλα, τυφλό έρωτα, αγανάκτηση, τραγωδία. “Τον απείλησε με διαζύγιο”, “ήθελε να τον αφήσει”, “τον απατούσε”… Αυτές οι δηλώσεις παρουσιάζονται ως ελαφρυντικά για το θύτη και καταλήγουν να ωραιοποιούν το έγκλημα. Κι όταν αποδεικνύεται ότι ο θύτης κακοποιούσε συστηματικά το θύμα πριν το σκοτώσει, βγαίνουν κάποιοι να ρωτήσουν: “Γιατί δεν έφευγε; Γιατί δεν πήγαινε στην αστυνομία;”. Οι λόγοι για τους οποίους μια γυναίκα δεν καταγγέλει τη βία που δέχεται είναι πάρα πολλοί. Μπορεί να φοβάται, να ελπίζει ότι θα αλλάξουν τα πράγματα, να μην έχει πού αλλού να πάει… Υπάρχουν, όμως, κι αυτές που πηγαίνουν στην αστυνομία και πάλι, καταλήγουν νεκρές. Παράδειγμα, η Αγγελική από την Κέρκυρα, η οποία είχε καταγγείλει τον πατέρα της και η αστυνομία αρκέστηκε στο να του κάνει μια σύσταση.

 

Πατέρας σκοτώνει την κόρη του επειδή δεν εγκρίνει τη σχέση της, σύζυγος σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή θέλει να τον χωρίσει, σύζυγος μαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατά και τη σκοτώνει, σιχαμένοι βιαστές σκοτώνουν μια γυναίκα επειδή αρνείται να συνευρεθεί μαζί τους. Δε χρειάζονται επιχειρήματα σε αυτή τη συζήτηση. Η πραγματικότητα φωνάζει από μόνη της ότι γι’ αυτά τα βδελύγματα οι γυναίκες αξίζει να ζουν όσο τους ικανοποιούν, τους επιβεβαιώνουν και συμμορφώνονται στις ορέξεις τους. Ορισμένοι από αυτούς νομίζουν ότι είναι μάρτυρες και αυτοκτονούν, αφού πρώτα τις έχουν δολοφονήσει. Γιατί δε νοείται να αφαιρέσουν τη ζωή τους και να αφήσουν τη γυναίκα να συνεχίσει τη δική της: δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Υπάρχουν, όμως, και οι άλλοι. Αυτοί που δασκαλεύτηκαν από τις συμβουλές του Μπαλάσκα και ομολογούν κατευθείαν το έγκλημα για να πέσουν στα μαλακά.

 

“Ο κόσμος έχει τρελαθεί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι κομπλεξικοί. Είναι μεμονωμένα περιστατικά.”

 

Πόσες ακόμα πρέπει να χαθούν για να καταλάβουν μερικοί ότι αυτή η βία πηγάζει από το βαθύ μισογυνισμό της κοινωνίας μας; Οι περισσότεροι γυναικοκτόνοι είναι καθημερινοί άντρες, με τις οικογένειές τους, τις δουλειές τους, τους φίλους τους. Όταν τους λέμε “τρελούς” κι επικαλούμαστε την ψυχική τους υγεία, τους δικαιολογούμε. Κι εν τέλει, το μοτίβο επαναλαμβάνεται και το μόνο που αλλάζει είναι ότι όταν μετριόμαστε είμαστε λιγότερες.

 

“Τόση σημασία έχουν οι λέξεις; Αφού πάντα συνέβαινε.”

 

Πέρα από το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, μεγάλη σημασία έχει η κοινωνική αποδοχή του όρου, καθώς αυτή θα επιβεβαιώσει μια αλλαγή νοοτροπίας. Θα δείξει ότι ο κόσμος συνειδητοποιεί πως στην πράξη αυτή οδηγεί ο σεξισμός και η πατριαρχία. Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτό που ζητάμε δεν είναι απλά να αποκαλούμε τους γυναικοκτόνους με το όνομά τους. Όταν κάθε γυναίκα θα μπορεί να περπατάει στο δρόμο χωρίς να κινδυνεύει, όταν θα μπορεί να φοράει ό,τι θέλει χωρίς να γίνεται στόχος, όταν θα έχει τις ίδιες εργασιακές ευκαιρίες, όταν θα μπορεί να αποφασίζει μόνη της τι θα κάνει με το σώμα της, όταν θα σταματήσει να αντιμετωπίζεται σαν αναπαραγωγική μηχανή, όταν θα σβήσουν οριστικά οι πληγές και οι μώλωπες από πάνω της, όταν θα μπορεί να χωρίσει χωρίς να δολοφονείται, μόνο τότε θα πάψει να μας απασχολεί αυτό το θέμα.

 

“Μα πολλά από αυτά συμβαίνουν ήδη. Η γυναίκα σήμερα έχει πολλά δικαιώματα.”

 

Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ο αγώνας για μια ελεύθερη κοινωνία δεν τελειώνει με τη θεσμική κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων. Αν ήταν έτσι, στη Βόρεια Ευρώπη θα είχαν ξεμπερδέψει με τους βιασμούς, τις γυναικοκτονίες και τη βία απέναντι στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα. Η πραγματική απο-πατριαρχικοποίηση της κοινωνίας θα έρθει μόνο μέσα από συλλογικές διαδικασίες, μέσα από τη μαζική και καθημερινή αντίσταση στην καταπίεση, μέσα από τη διεκδίκηση της θέσης μας και την άρθρωση του λόγου μας στο δημόσιο χώρο. Καμία καταπίεση δε θα πάψει να υπάρχει όσο θα σβήνουν από αυτόν τον κόσμο οι Ελένες, οι Κάρολαϊν, οι Αγγελικές, οι Δώρες, οι Κωνσταντίνες, οι …….

 

Χειρονομία – Αντιεξουσιαστική Κίνηση

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *