ΝΑ ΜΗΝ ΖΗΣΟΥΜΕ ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ
Μετά το πέρασμα και του φετινού χειμώνα και τις τελευταίες διεθνείς εξελίξεις, είναι πλέον ορατό ότι οδεύουμε κοινωνικά από την μία κρίση στην άλλη.
Έχουμε την οικονομική κρίση του 2008, όπου η περίφημη ελεύθερη αγορά επιβιώνει χάριν στην κρατική παρέμβαση. Η πολιτική της λιτότητας, όπου κράτος και τεχνοκράτες ειδήμονες παρουσιάζουν σαν μονόδρομο, στοχεύει στην απορρόφηση της ζημίας από την κοινωνική βάση. Το κόστος ζωής ανεβαίνει, οι άνθρωποι φτωχοποιούνται, ενώ για πολλούς η καθημερινή επιβίωση μετατρέπεται σε μόνιμο άγχος. Στη συνέχεια, έχουμε την πανδημική κρίση, αποτέλεσμα του εξαντλητικού ρυθμού παραγωγής και κατανάλωσης εμπορευμάτων. Στην διάρκεια αυτής, κράτος και ειδικοί, μετατρέπουν την υγειονομική προστασία, σε όχημα για την περαιτέρω οικονομική και ψυχολογική εξαθλίωση της κοινωνίας. Η ενεργειακή κρίση που ακολουθεί, μας αναγκάζει μια ακόμα φορά να πληρώσουμε τα σπασμένα, με τετραπλάσιους λογαριασμούς ρεύματος και τις τιμές των καυσίμων στα ύψη. Παράλληλα, η λεηλασία του φυσικού πλούτου για χάρη της αέναης κερδοφορίας, δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, παρουσιάζεται εδώ και δεκαετίες ως οικολογική κρίση.Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, αποτελεί η πρόσφατη εξαγγελία του ελληνικού κράτους για εξορύξεις υδρογονανθράκων στην ελληνική επικράτεια. Έτσι, αδιαφορώντας για την φυσική λεηλασία, την υποβάθμιση της τοπικής ζωής αλλά και την κοινωνική εναντίωση, παρουσιάζει την καταστροφή ως διέξοδο από την ενεργειακή κρίση που διανύουμε.
Σε αυτή την ήδη ζοφερή πραγματικότητα για όλους μας, έρχεται να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που παρουσιάζεται πάλι με όρους κρίσης. Όπως και σε κάθε πόλεμο, έτσι και τώρα, οι νεκροί, η φτώχεια, η εξαθλίωση αλλά και το εθνικιστικό δηλητήριο που αφήνει πίσω του, πέφτουν πάλι στις πλάτες της κοινωνικής βάσης. Άλλωστε, τα συμφέροντα πίσω από την σύγκρουση αυτή, δεν αφορούν τους ανθρώπους που σκοτώνουν και σκοτώνονται, αλλά αυτά των κρατών, των ολιγαρχών και της ίδιας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις κρίσεις είναι τα όρια που συναντά ο ίδιος ο καπιταλισμός. Η κυριαρχία του κέρδους σε βάρος φύσης και κοινωνίας αποτελεί την πραγματική κρίση. Τα κράτη παρά την ρητορική τους, δεν δείχνουν καμία πρόθεση υπέρ του λαού, απεναντίας, ξοδεύουν υπέρογκα ποσά στον πολεμικό και κατασταλτικό του εξοπλισμό. Έτσι, παίρνουν ξεκάθαρη θέση υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου, ενώ η λογική των συνεχών κρίσεων, ενισχύει την εικόνα του κράτους-προστάτη που κάνει ότι καλύτερο μπορεί, κόντρα στις συμφορές που μας βρήκαν.
Οι αλλεπάλληλες αυτές κρίσεις, διαμορφώνουν μια δυσβάσταχτη ζωή για τα άτομα και τις κοινωνίες. Η φτωχοποίηση και η εξαθλίωση του πληθυσμού συνεχίζονται, ενώ η ανεργία και η επισφαλής εργασία κυριαρχούν. Πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις τους, δηλαδή την δυσκολία για επιβίωση και εξασφάλιση των βασικών αναγκών, όπως ένα ζεστό σπίτι τον χειμώνα και μια άνετη πρόσβαση σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, διαμορφώνουν και ένα νέο τρόπο ζωής. Αυτόν της συνεχούς ανασφάλειας για το μέλλον, του φόβου, των έκτακτων αναγκών και της κανονικοποίησης του αυταρχισμού και του πολεμικού λόγου. Άλλωστε, πολλά από εμάς, από όσο θυμούνται τον εαυτό τους, βρίσκονται στην δίνη μιας κρίσης και απαιτείται να κάνουν θυσίες. Έτσι, νιώθουμε ότι οι εξελίξεις μας ξεπερνούν, η άποψη μας δεν είναι αρκετά εξειδικευμένη και ωθούμαστε στην ατομική και συλλογική αδράνεια.
Στον εργασιακό τομέα κυριαρχεί η επισφάλεια. Εργαζόμενοι της νέας -και όχι μόνο- γενιάς, δουλεύουμε για την επιβίωση από μέρα σε μέρα, χωρίς σταθερότητα, υπαμειβόμενοι, συχνά σε εξαντλητικές συνθήκες και ωράρια, κυνηγώντας βιογραφικά και προσπαθώντας να πουλήσουμε τον εαυτό μας όσο καλύτερα μπορούμε. Οι συνθήκες αυτές δημιουργούν έντονο υπαρξιακό άγχος, καθώς στερούν τη δυνατότητα σχεδιασμού της μελλοντικής μας ζωής, ενώ συγχρόνως μας αναγκάζουν να γινόμαστε φειδωλοί με τα όνειρά μας. Παράλληλα, σε μία καθημερινότητα όπου ζούμε μόνο για να δουλεύουμε, ο δημιουργικός ελεύθερος χρόνος περιορίζεται λόγω έλλειψης άλλων αντοχών. Στον αντίποδα, καλούμαστε να βρούμε παρηγοριά και ξεκούραση στην αγκαλιά της ιδιώτευσης και της κατανάλωσης.
Στα κακώς κείμενα του εργασιακού τομέα, έρχεται να προστεθεί και η τηλεργασία, η οποία από την αρχή της πανδημίας και έπειτα, έχει αρχίσει να εδραιώνεται και στην Ελλάδα. Αυτή η μορφή εργασίας, εντείνει την αποξένωση, την αδυναμία συλλογικοποίησης, και συνεπώς τις εργοδοτικές αυθαιρεσίες, την αύξηση του ελέγχου και της επιτήρησης, (π.χ. ανοιχτές κάμερες, απαίτηση για share screen κ.α.). Λόγω της έλλειψης σαφούς διαχωρισμού εργασιακής και κοινωνικής ζωής, η τηλεργασία εισβάλλει στον προσωπικό και κοινωνικό χρόνο του εργαζόμενου. Συγχρόνως, η απουσία συναδελφικών δεσμών και η απομόνωση, δημιουργούν αίσθηση ανικανοποίητου, αλλοτρίωσης και αποσπασματικότητας στον εργαζόμενο. Οι κοινωνικοί δεσμοί καταργούνται, όχι μόνο στο εργασιακό επίπεδο, αλλά και στο κοινωνικό και για ακόμη μια φορά ενισχύεται το ιδιωτικό στοιχείο.
Στην παρούσα συνθήκη, η εκτίναξη των τιμών σε βασικά αγαθά, η ενεργειακή φτώχεια και τα χρηματιστήρια ενέργειας, η επισφαλής εργασία και η ανεργία, η άνοδος στα ενοίκια και τα κτηματομεσιτικά funds, η πολεμική φρίκη που εκτυλίσσεται δίπλα μας και όλα αυτά μετά από δύο χρόνια πανδημίας, καθιστούν τις συλλογικές αντιστάσεις ενάντια στην περαιτέρω υποβάθμιση της ζωής μας επιτακτικές. Από την γειτονική Αλβανία, μέχρι την μακρινή Χιλή ο αγώνας οφείλει να είναι παγκόσμιος, αντικρατικός και αντικαπιταλιστικός. Σε μια πραγματικότητα όπου κεκτημένα καταργούνται και οι ζωές μας ολοένα δυσχεραίνουν, η Πρωτομαγιά δεν μπορεί να αποτελεί μια επέτειο ή μια αργία, παρά μόνο την αφορμή για έναν τέτοιο συλλογικό αγώνα.